Köp στα ελληνικά
Μετάφραση: köp, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, αγοράζω, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- köld στα ελληνικά - καταψύχω, παχνιάζομαι, πάχνη, κρουσταλλιάζω, παγώνω, παγωνιά, παγετός, ...
- kön στα ελληνικά - φύλο, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
- köpa στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
- köpare στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστές, αγοραστών, τους αγοραστές, οι αγοραστές, των αγοραστών
Τυχαίες λέξεις
Köp στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν