Karl στα ελληνικά

Μετάφραση: karl, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάδελφος, άνθρωπος, τύπος, παιδί, επανδρώνω, άνδρας, άντρας, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Karl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kardiologi στα ελληνικά - Καρδιολογία, Καρδιολογικό, Καρδιολογίας, Καρδιολογική, Cardiology
  • karikatyr στα ελληνικά - γελοιογραφία, καρικατούρα, γελοιογραφίας, καρικατούρας, παρωδία
  • karm στα ελληνικά - πλαισιώνω, πλαίσιο, σώμα, σκελετός, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, ...
  • karneval στα ελληνικά - πανηγύρι, καρναβάλι, καρναβαλιού, αποκριάτικα, Αποκριάς, του καρναβαλιού
Τυχαίες λέξεις
Karl στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάδελφος, άνθρωπος, τύπος, παιδί, επανδρώνω, άνδρας, άντρας, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος