Kil στα ελληνικά

Μετάφραση: kil, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Kil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keramik στα ελληνικά - κεραμική, κεραμικά, κεραμικών, κεραμικής, τα κεραμικά
  • kika στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοίταγμα, ματιά, peek, κρυφοκοιτάζει, ματιά στο
  • kille στα ελληνικά - παιδί, τύπος, άντρας, συνάδελφος, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος
  • kilogram στα ελληνικά - κιλό, κιλά, χιλιόγραμμα, κιλών, χιλιογράμμων
Τυχαίες λέξεις
Kil στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός