Λέξη: εθελοντικός

Σχετικές λέξεις: εθελοντικός

εθελοντικός τουρισμός, εθελοντικός συνώνυμα, εθελοντικός καθαρισμός ακτών, εθελοντικός επαναπατρισμός, εθελοντικός πυροσβεστικός σταθμός ευρώτα

Συνώνυμα: εθελοντικός

εκούσιος, θεληματικός

Μεταφράσεις: εθελοντικός

εθελοντικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voluntary, volunteer, a voluntary

εθελοντικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntario, voluntaria, voluntarias, voluntariado, voluntarios

εθελοντικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiwillig, freiwillige, freiwilligen, freiwilliger

εθελοντικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
libre, volontaire, bénévole, volontaires, volontairement, volontariat

εθελοντικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontario, volontaria, volontariato, volontari, di volontariato

εθελοντικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voluntário, voluntária, voluntariado, voluntários, voluntárias

εθελοντικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijwillig, gewillig, vrijwillige, vrijwilligerswerk, de vrijwillige, vrijwillige basis

εθελοντικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добровольное, добровольным, добровольной, добровольный, добровольного

εθελοντικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillige, frivillighet

εθελοντικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivilligt, frivilliga, volontär

εθελοντικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaaehtoinen, vapaaehtoista, vapaaehtoisen, vapaaehtoisia, vapaaehtoiset

εθελοντικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillige, frivilligt, en frivillig

εθελοντικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svobodný, dobrovolný, dobrovolné, dobrovolná, dobrovolnou, dobrovolného

εθελοντικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrowolność, dobrowolny, nieobowiązkowy, dobrowolne, dobrowolnego, dobrowolna

εθελοντικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orgonaszóló, alapítványi, akaratlagos, önkéntes, az önkéntes, önkéntesen, önkéntes alapon, szándékos

εθελοντικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gönüllü, gönüllü olarak, gönüllülük, gönüllü bir, istemli

εθελοντικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волюнтаризм, добровільне, добровільна, добровільну

εθελοντικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vullnetar, vullnetare, vullnetarisht, baza vullnetare, vullnetar i

εθελοντικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброволен, доброволно, доброволна, доброволното, доброволни

εθελοντικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добраахвотнае, добраахвотная, дабраахвотнае, добраахвотны, дабравольнае

εθελοντικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
voluntarist, vabatahtlik, vabatahtliku, vabatahtlike, vabatahtlikku, vabatahtlikud

εθελοντικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrovoljan, dobrovoljne, volonterski, dobrovoljno, dobrovoljni, dobrovoljna

εθελοντικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfboðavinnu, valfrjáls, valfrjálst, frjálsum vilja, frjálsum

εθελοντικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voluntarius

εθελοντικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savanoriškas, savanoriška, savanoriškai, savanoriško, savanorišką

εθελοντικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvprātīgs, brīvprātīga, brīvprātīgi, brīvprātīgu, brīvprātīgas

εθελοντικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доброволна, доброволни, доброволно, доброволен, волонтерски

εθελοντικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
benevol, voluntar, voluntară, voluntare, voluntariat, de voluntariat

εθελοντικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostovoljna, prostovoljno, prostovoljni, prostovoljne, prostovoljnega

εθελοντικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrovoľný, dobrovoľného, dobrovoľné, voliteľný, Voliteľné
Τυχαίες λέξεις