Omsättning στα ελληνικά

Μετάφραση: omsättning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζίρος, κίνηση, πώληση, αντίδραση, αντιδρώντας, την αντίδραση, αντιδρά, αντιδρούν
Omsättning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omstridd στα ελληνικά - αμφισβήτηση, διαμάχη, αντιπαράθεση, διαμάχης, αντιπαραθέσεις
  • omständighet στα ελληνικά - περίσταση, γεγονός, περίπτωση, ελαφρυντική, κατάσταση
  • omtala στα ελληνικά - αναφορά, αναφέρω, πείτε, πω, πει, ενημερώστε, πουν
  • omtanke στα ελληνικά - σκεπτικότητα, σκεπτικότης, thoughtfulness, σοβαρότητα, τη σοβαρότητα
Τυχαίες λέξεις
Omsättning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζίρος, κίνηση, πώληση, αντίδραση, αντιδρώντας, την αντίδραση, αντιδρά, αντιδρούν