Λέξη: θάβω

Σχετικές λέξεις: θάβω

θάψω έθαψα, θάβω συνωνυμα, θάβω english, ονειροκρίτης θάβω

Συνώνυμα: θάβω

θάπτω, χώνω

Μεταφράσεις: θάβω

θάβω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bury, be buried, to be buried, buried

θάβω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inhumar, enterrar, sepultar, enterrar a, enterrarlo, enterrarlos

θάβω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beisetzen, begraben, vergraben, bestatten, zu begraben, beerdigen

θάβω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enterrent, cacher, enterrons, inhumer, enterrez, enterrer, ensevelir, enfouir, l'enterrer

θάβω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seppellire, sotterrare, interrare, seppellire i, seppellirlo, sepoltura

θάβω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enterro, sepultar, enterrar, enterrá, enterre

θάβω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuilen, begraven, te begraven, begraaf, begrave, bury

θάβω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зарыть, хоронить, закапываться, захоронить, упрятывать, уткнуть, закапывать, попрятать, прятать, погребать, похоронить, погрести, схоронить, скрывать, погружаться, зарывать, хоронят, закопать, похоронит

θάβω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
begrave, begraver, grave, å begrave, bury

θάβω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begrava, begraver, gräva, gräva ner, sticka

θάβω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haudata, kuopata, upottaa, hautaa, hautaamaan, bury, haudataan

θάβω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
begrave, begraver, at begrave, jorde, bury

θάβω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakopat, skrýt, zahrabat, pochovat, ukrýt, pohřbívat, pohřbít, pohřbí, pochovejte

θάβω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chować, pochować, grzebać, zakopać, zakopywać, pogrzebać, zagrzebać

θάβω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eltemet, temetni, eltemetni, eltemesse, eltemessem

θάβω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gömmek, gömmeye, göm, bury, gömecek

θάβω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зарийте, похоронити, поховати, ховатися, поринати

θάβω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varros, varrosin, të varrosur, të varros, varrosin të

θάβω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заравям, погребат, погребе, погреба, погребват

θάβω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пахаваць

θάβω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
matma, peitma, matta, maha matta, mata, peita

θάβω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sahraniti, ukopati, pokapati, zatrpati, pokopati, zakopati, pokapaju, pokopam, pokopa

θάβω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grafa, jarðsetja, jarða, að grafa, urða, að jarða

θάβω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sepelio

θάβω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
palaidoti, laidoti, palaidotas, užkasti, palaidok

θάβω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apglabāt, apbedīt, aprakt, apglabātu, apglabā

θάβω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
закопа, закопаат, погребе, погребат, закопај

θάβω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îngropa, îngroape, îngrop, îngropi, îngropăm

θάβω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokopati, pokopljejo, zakopati, zakopal, pokopal

θάβω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochovať
Τυχαίες λέξεις