Pröva στα ελληνικά

Μετάφραση: pröva, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδικάζω, απόπειρα, επαληθεύω, προσπάθεια, δοκιμάζω, προσπαθώ, ελέγχω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ
Pröva στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • präst στα ελληνικά - θεϊκός, θεσπέσιος, πανοσιολογιότατος, παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, ...
  • pråm στα ελληνικά - μαούνα, φορτηγίδα, Barge, Ποταμόπλοιο, φορτηγίδων, Σκάφος
  • prövning στα ελληνικά - δοκιμασία, δοκιμάζω, δίκη, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, τεστ
  • psalm στα ελληνικά - ψαλμός, ύμνος, Ύμνο, Ύμνου, τον Ύμνο, ύμνος εις
Τυχαίες λέξεις
Pröva στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδικάζω, απόπειρα, επαληθεύω, προσπάθεια, δοκιμάζω, προσπαθώ, ελέγχω, δοκιμή, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, τεστ