Schampo στα ελληνικά

Μετάφραση: schampo, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο
Schampo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scen στα ελληνικά - φάση, τοπίο, σκηνοθετώ, σκηνή, στάδιο, Stage, Σταδίου
  • schack στα ελληνικά - σκάκι, σκακιού, το σκάκι, του σκακιού, chess
  • schattering στα ελληνικά - απόχρωση, χρώμα, απόχρωσης, χροιά, χροιάς
  • schatull στα ελληνικά - φέρετρο, κιβούρι
Τυχαίες λέξεις
Schampo στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο