Steril στα ελληνικά

Μετάφραση: steril, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
Steril στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stenograf στα ελληνικά - στενογράφος, στενογράφο, στενογράφος του, στενογράφου, στενογράφοι
  • stenografi στα ελληνικά - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
  • stetoskop στα ελληνικά - στηθοσκόπιο, το στηθοσκόπιο, στηθοσκοπίου, στηθοσκόπιο για
  • sticka στα ελληνικά - κέντημα, κεντώ, πλέκω, τρυπώ, θρέφω, ζαρώνω, τσιτώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Steril στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στείρος, άγονος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα