Λέξη: λεονταρισμός
Μεταφράσεις: λεονταρισμός
λεονταρισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bluster, blustering, bravado
λεονταρισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fanfarrón, blustering, jactancioso, fanfarroneando, jactanciosa
λεονταρισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
getöse, polternd, polternden, braus, blustering, polternde
λεονταρισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rager, fracas, tempêter, fanfaron, fanfaronnades, fanfaronne, tapageur, fanfaronnade
λεονταρισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
infuriato, impetuoso, blustering, spaccone, tempestoso
λεονταρισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estrondoso, blustering, vociferante, fanfarrão, fanfarronada
λεονταρισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bulderende, blustering, brallende
λεονταρισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шум, хвастовство, хорохориться, грозиться, развоеваться, бушующий
λεονταρισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
braut, brautende, blustering
λεονταρισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stormig
λεονταρισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vimma, jyly, kerskailla, hälinä, kehua, vimmaisuus, blustering
λεονταρισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
buldrende, blustering, bralrende
λεονταρισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zuřit, hluk, bouření
λεονταρισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szaleć, łoskot, rozbicie, szaleństwo, awantura, hałaśliwość, rozbijać, wygrażać, junacki
λεονταρισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pofázás, lárma, nagyszájú, hangoskodó, zúg, hetvenkedik
λεονταρισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
blustering, savuruyorlardı, yaygaracı
λεονταρισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шум, бурхливий, бушує, що бушує, вирує, що вирує
λεονταρισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blustering, furishme, e furishme
λεονταρισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шум, blustering
λεονταρισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бушуючы, бушуе, што бушуе, які бушуе, сусветны фінансавы
λεονταρισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tormlema, hooplemine, kära, blustering
λεονταρισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
buka, samohvala, blustering
λεονταρισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blustering
λεονταρισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ūžti, siautėjo, Junacki
λεονταρισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blustering
λεονταρισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подбивање
λεονταρισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gălăgios, furtunoasă
λεονταρισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pleteničil
λεονταρισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bouření, búrenie
Τυχαίες λέξεις