Uppvärmning στα ελληνικά
Μετάφραση: uppvärmning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- upptäckt στα ελληνικά - ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
- uppvisning στα ελληνικά - επίδειξη, οθόνη, οθόνης, απεικόνιση, ένδειξη
- ur στα ελληνικά - φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, έξω από, από, εκτός, ...
- uran στα ελληνικά - ουράνιο, ουρανίου, Το ουράνιο, του ουρανίου, Uranium
Τυχαίες λέξεις
Uppvärmning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Μεταφράσεις: ζέστη, ζεσταίνω, θερμαίνω, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό