Λέξη: ναρκωτικό

Σχετικές λέξεις: ναρκωτικό

ναρκωτικό κηατ, ναρκωτικό άλατα μπάνιου, ναρκωτικό ice, ναρκωτικό κανιβαλισμόσ, ναρκωτικό md, ναρκωτικό idoser, ναρκωτικό κροκόδειλοσ, ναρκωτικό shisha, ναρκωτικό krokodil, ναρκωτικό σίσα

Συνώνυμα: ναρκωτικό

βερνίκι, οπιομανής, πληροφορία, βλάκας, φάρμακο, ναρκομανής

Μεταφράσεις: ναρκωτικό

ναρκωτικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drug, narcotic, drug is, a drug, a narcotic

ναρκωτικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medicamento, droga, fármaco, drogas, de drogas

ναρκωτικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
droge, rauschgift, arzneimittel, narkotisieren, medikament, betäuben, Droge, Arzneimittel, Medikament, Rauschgift, Drogen

ναρκωτικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stupéfiant, droguer, potion, étourdir, ahurir, médicament, médecine, remède, drogue, abasourdir, drogues, médicaments, la drogue

ναρκωτικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
farmaco, stupefacente, droga, di droga, droghe, della droga

ναρκωτικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
drogar, afogar, droga, abismar-se, narcótico, medicamento, drogas, de drogas, fármaco

ναρκωτικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drogerij, dope, kruid, verdoven, drug, narcoticum, medicijn, geneesmiddel, drugs, geneesmiddelen

ναρκωτικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
медикамент, снадобье, наркотик, лекарство, допинг, средство, лесовоз, наркоз, наркотиков, препарат, наркотиками, лекарственное средство

ναρκωτικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bedøve, medisin, medikament, stoffet, narkotika, stoff

ναρκωτικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drog, läkemedel, narkotika, läkemedels, läkemedlet

ναρκωτικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huume, mömmö, huumausaine, rohto, lääke, huumata, huumeiden, lääkkeen, huumausaineiden

ναρκωτικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medicin, lægemiddel, stof, lægemidlet, narkotika

ναρκωτικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
droga, lék, léčivo, drog, drogové

ναρκωτικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lek, narkotyzować, narkotyk, lekarstwo, ćpać, leku, narkotyków, leków

ναρκωτικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyógyáru, drog, kábítószer, gyógyszer, a kábítószer

ναρκωτικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilaç, uyuşturucu, madde, ilacın

ναρκωτικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допінг, наркотик, наркотичний, медикамент, ліки, засіб

ναρκωτικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drogë, ilaç, drogës, të drogës, e drogës, droge

ναρκωτικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лекарство, наркотик, наркотици, на наркотици, лекарствена

ναρκωτικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лекі, лякарства, лекарство, лек

ναρκωτικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
narkootikum, ravim, uimastama, uimasti, ravimi, narkootikumide, uimastite

ναρκωτικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
narkoza, lijek, droga, lijeka, droge, lijekova

ναρκωτικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eiturlyf, lyf, lyfið, lyfja, lyfsins

ναρκωτικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaistas, narkotikas, narkotikų, narkotikais, narkomanijos

ναρκωτικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
narkotika, zāles, narkotiku, zāļu, narkotikām

ναρκωτικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дрога, на дрога, дрогата, лек, лекот

ναρκωτικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drog, medicament, droguri, de droguri, drogurilor

ναρκωτικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lek, omámit, droga, drog, drogami, drogah, droge

ναρκωτικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
droga, liek, lieky, lieku

Στατιστικά δημοτικότητας: ναρκωτικό

Τυχαίες λέξεις