Bayan στα ελληνικά
Μετάφραση: bayan, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αστοχώ, δεσποινίς, κορίτσι, κυρία, χάνω, ms, κράτη μέλη, ΚΜ, Μδ, κρατών μελών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- batı στα ελληνικά - δυτικός, δύση, Δύση, Δυτική, West, Δυτικής, Δύσης
- bay στα ελληνικά - πλούσιος, ο κ, κ, mr, Κύριε, του κ
- bayağı στα ελληνικά - κοινός, παρακρατώ, απόθεμα, όμορφη, αρκετά, πολύ, όμορφο, ...
- baygınlık στα ελληνικά - λιποθυμώ, αμυδρός, λιποθυμία, λιποθυμίας, ατονία, λιποθυμίες, λιποθυμικά
Τυχαίες λέξεις
Bayan στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αστοχώ, δεσποινίς, κορίτσι, κυρία, χάνω, ms, κράτη μέλη, ΚΜ, Μδ, κρατών μελών
Μεταφράσεις: αστοχώ, δεσποινίς, κορίτσι, κυρία, χάνω, ms, κράτη μέλη, ΚΜ, Μδ, κρατών μελών