Rahatsızlık στα ελληνικά

Μετάφραση: rahatsızlık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενόχληση, δυσφορία, ταλαιπωρία, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Rahatsızlık στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rahat στα ελληνικά - ησυχασμός, βολικός, άνετος, ήσυχος, ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, ...
  • rahatsız στα ελληνικά - άβολος, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
  • rahim στα ελληνικά - μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
  • rahip στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
Τυχαίες λέξεις
Rahatsızlık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενόχληση, δυσφορία, ταλαιπωρία, δυσφορίας, ενοχλήσεις