Duchaplnost στα ελληνικά

Μετάφραση: duchaplnost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνεύμα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα
Duchaplnost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dubleta στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
  • duch στα ελληνικά - νοημοσύνη, φυλάξου, πνεύμα, παρουσίαση, ψυχή, φάντασμα, οπτασία, ...
  • duchaplný στα ελληνικά - πνευματώδης, σπιρτόζος, έξυπνος, έξυπνο, brainy, διάνοια
  • duchovenstvo στα ελληνικά - ιερατείο, υπουργείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Duchaplnost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνεύμα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα