Λέξη: στομάχι

Σχετικές λέξεις: στομάχι

στομάχι και αρρυθμίες, στομάχι ανατομία, στομάχι και δύσπνοια, στομάχι παθήσεις, στομάχι ρέψιμο, στομάχι συμπτώματα, στομάχι πόνος, στομάχι αναγούλα, στομάχι αέρια, στομάχι και άγχος, πόνος στο στομάχι, πονος στο στομάχι

Συνώνυμα: στομάχι

κοιλιά, κοιλιακή χώρα, στόμαχος παιδιού, διάφραγμα, είδος φορέματος, διάφραγμα τού σώματος, πέτσα, στόμαχος, όρεξη

Μεταφράσεις: στομάχι

στομάχι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stomach, abdomen, belly, the stomach

στομάχι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estómago, barriga, abdomen, digerir, vientre, el estómago, de estómago, estomacal, del estómago

στομάχι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterleib, leib, magen, ausstehen, vertragen, abdomen, bauch, ertragen, aushalten, Magen, Bauch, Magens

στομάχι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endurer, manger, supporter, tolérer, panse, digérer, ventre, souffrir, avaler, bedaine, stomacale, abdomen, estomac, l'estomac, gastrique

στομάχι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tollerare, addome, stomaco, sopportare, pancia, dello stomaco, di stomaco, allo stomaco, lo stomaco

στομάχι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estômago, atiçar, abdómen, barriga, ventre, de estômago, do estômago, no estômago

στομάχι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achterlijf, onderbuik, onderlijf, maag, buik, de maag, maag-

στομάχι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
желудок, брюхо, живот, абдомен, желудка, живота, желудке

στομάχι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
buk, mage, underliv, mave, magesekk, magen, magesekken, i magen

στομάχι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mage, underliv, buk, magen, magsäcken, stomachen, magsäck

στομάχι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takaruumis, vatsa, sietää, mahalaukku, maha, kestää, masu, vatsaan, mahan, vatsassa, mahassa

στομάχι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mave, bug, bughule, underliv, maven, mavesækken, i maven

στομάχι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snést, snášet, sníst, strpět, vydržet, žaludek, spolknout, břicho, žaludku, žaludeční, břicha

στομάχι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znosić, ból, odwłok, brzuch, znieść, żołądek, jeść, ścierpieć, podbrzusze, żołądka, brzucha, żołądku

στομάχι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dölyf, étvágy, potroh, gyomor, gyomorban, a gyomor, gyomra, gyomrot

στομάχι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mide, karın, midenin

στομάχι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлунок, черево, живіт

στομάχι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stomak, plëndës, stomaku, stomakut, në stomak, stomakun

στομάχι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живот, стомах, стомаха, на стомаха, стомашна, в стомаха

στομάχι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бруха, жалудок, страўнік

στομάχι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõht, mao, kõhuga, maos, magu

στομάχι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trbušni, zadak, želuca, trbuh, stomak, želudac, želucu, u želucu

στομάχι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
maga, í maga, magann, maginn, magi

στομάχι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stomachus, alvus, venter

στομάχι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pilvas, skrandis, skrandžio, pilvo, skrandyje, skrandį

στομάχι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kuņģis, vēders, kuņģa, kuņģī, vēderā

στομάχι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
желудник, стомакот, стомак, желудникот, стомачни

στομάχι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abdomen, stomac, stomacul, de stomac, stomacului, gastric

στομάχι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
želodec, trebuh, želodcu, želodčne, želodca

στομάχι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brucho, žalúdok, žalúdka

Στατιστικά δημοτικότητας: στομάχι

Τυχαίες λέξεις