Glorifikovat στα ελληνικά
Μετάφραση: glorifikovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκθειάζω, δοξάζω, δοξάσει, δοξάζουν, δοξάσουν, δοξάσει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- globální στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, σύνολο, στρατηγός, γενικός, ολικός, παγκόσμια, παγκόσμιες, ...
- glorifikace στα ελληνικά - δοξολογία, εξύμνηση, αγιοποίησης, δοξασμού, δοξασμός
- gloriola στα ελληνικά - φωτοστέφανος, θηλαία άλως, άλω, η άλως, τόσο άλω
- glosa στα ελληνικά - σχόλιο, σημειώνω, σχολιάζω, σημείωση, στιλπνότητα, γυαλάδα, gloss, ...
Τυχαίες λέξεις
Glorifikovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκθειάζω, δοξάζω, δοξάσει, δοξάζουν, δοξάσουν, δοξάσει το
Μεταφράσεις: εκθειάζω, δοξάζω, δοξάσει, δοξάζουν, δοξάσουν, δοξάσει το