Jednoznačný στα ελληνικά

Μετάφραση: jednoznačný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οριστικός, τροφαντός, ρητός, κατηγορηματικός, σαφής, παχουλός, ξεκάθαρος, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Jednoznačný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jednotvárný στα ελληνικά - άγονος, στείρος, ίδιος, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, ...
  • jednou στα ελληνικά - κάποτε, εφάπαξ, μια φορά, άπαξ, μία φορά, φορά
  • jednočlen στα ελληνικά - μονώνυμος
  • jednoženství στα ελληνικά - μονογαμία, η μονογαμία, μονογαμίας, τη μονογαμία, μονογαμική
Τυχαίες λέξεις
Jednoznačný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οριστικός, τροφαντός, ρητός, κατηγορηματικός, σαφής, παχουλός, ξεκάθαρος, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές