Lokalizovat στα ελληνικά
Μετάφραση: lokalizovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lokalita στα ελληνικά - τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας
- lokalizace στα ελληνικά - εντοπισμός, localization, Ο εντοπισμός, Τοπικοποίηση, Τοπικοποίησης
- loket στα ελληνικά - αγκώνας, αγκώνα, τον αγκώνα, του αγκώνα, αγκώνων
- lokomotiva στα ελληνικά - μηχανή, ατμομηχανή σιδηροδρόμου, κινητήριος, ατμομηχανή, μηχανή έλξης
Τυχαίες λέξεις
Lokalizovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό
Μεταφράσεις: εντοπίζω, εγκατάσταση, εντοπίσετε, εντοπίστε, εντοπίσει, εντοπισμό