Λέξη: άγρια
Σχετικές λέξεις: άγρια
άγρια ορχιδέα, άγρια ζώα, άγρια σκυλιά, άγρια σπαράγγια, άγρια ζώα της αφρικής, άγρια δύση, άγρια βιβλίο, άγρια παιδιά, άγρια αψιθιά, άγρια μέλισσα
Μεταφράσεις: άγρια
άγρια στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ferociously, wildly, savagely, wild, the wild, fierce, of wild
άγρια στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvajemente, violentamente, tremendamente, salvaje, frenéticamente
άγρια στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wild, grausame, wie wild, maßlos
άγρια στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
follement, férocement, furieusement, sauvagement, manière extravagante, une manière extravagante, énormément
άγρια στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
selvaggiamente, sfrenatamente, all'impazzata, selvaggia, selvaggio
άγρια στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descontroladamente, selvagemente, loucamente, freneticamente, wildly
άγρια στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wild, enorm, razend, woest, laaiend
άγρια στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестоко, дико, бешено, одичало, безумно
άγρια στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vilt, vill, wildly, erte vilt
άγρια στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vilt, wildly, omåttligt, rade vilt
άγρια στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raivokkaasti, villisti, rajusti, kiivaasti, raivoisasti, hallitsemattomasti, wildly, hurjasti, hurjan, wild
άγρια στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vildt, wildly
άγρια στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šíleně, bláznivě, divoce, se divoce, divoce se, prudce
άγρια στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
burzliwie, dziko, ogromnie, szalenie, wściekle, wildly, gwałtownie
άγρια στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
féktelenül, vadul, vad
άγρια στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çılgınca, wildly, vahşice, çılgın
άγρια στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дико, жорстоко, заповідник
άγρια στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
wildly, wildly të, egër
άγρια στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диво, бясно, див, лудо, невероятно
άγρια στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіка
άγρια στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metsikult, raevukalt, pööraselt, meeletult, tohutult, eriklaasi
άγρια στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
divlje, mahnito, divlji, divljački, neobuzdano
άγρια στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stórlega, harðlega, vinnu
άγρια στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Wściekle, nepaprastai, audringai, beprotiškai
άγρια στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Putnu, mežonīgi, neprātīgi
άγρια στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
диво, диво се, мавташе, неконтролирано
άγρια στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salbatic, sălbatic, pline, pline de, wildly
άγρια στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
divje, Mahnito, je divje, so divje
άγρια στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
divoko, divo, voľne
Στατιστικά δημοτικότητας: άγρια
Τυχαίες λέξεις