Moučník στα ελληνικά

Μετάφραση: moučník, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, επιδόρπιο, κέικ, γλυκός, afters
Moučník στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moučka στα ελληνικά - γεύμα, αλεύρι, αλεύρων, άλευρα, αλεύρου, άλευρο
  • moučnatý στα ελληνικά - αλευρωδών, αλευρώδη, αμυλώδες, αμυλώδους, αλευρώδες
  • moučný στα ελληνικά - αλευρώδης, αλευρώδες, mealy, σάπιων, έχουν σήψη
  • movitost στα ελληνικά - κινητός, κινητή περιουσία, κινητών αξιών, των κινητών αξιών, υπόδουλης, chattel
Τυχαίες λέξεις
Moučník στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, επιδόρπιο, κέικ, γλυκός, afters