Λέξη: πετράδι

Σχετικές λέξεις: πετράδι

πετράδι 1873, πετράδι ίος, πετράδι 1873 καλαρρύτες, πετράδι λάρισα, πετράδι λήμνος, πετράδι κύθηρα, πετράδι άνδρος, πετράδι γαλάτσι, πετράδι κοσμήματα, πετράδι πήλιο

Συνώνυμα: πετράδι

κόσμημα, στολίδι, πολύτιμος λίθος, κειμήλιο, χαλίκι, βότσαλο, πετραδάκι

Μεταφράσεις: πετράδι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gem, jewel, pebble, stone, gemstone
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alhaja, gema, joya, joya de, la joya, joyas, joya de la
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kleinod, edelstein, juwel, Schmuckstück, Juwel, Schmuck, jewel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bijou, joyau, bijoux, joyau de, fleuron
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
monile, gioia, gioiello, gioielli, perla, gemma, gioiello di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jóia, da jóia, jewel, jóia da, joia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
edelsteen, kleinood, steen, edelgesteente, juweel, parel, juweeltje, sieraad, jewel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драгоценность, гемма, перл, самоцвет, жемчужина, жемчужиной, драгоценный камень, драгоценности
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
edelstein, juvel, juvelen, perle, smykke, jewel
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
juvel, juvelen, pärla
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalokivi, koru, helmi, jewel, koruja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ædelsten, juvel, skat, perle, juvelen, smykker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skvost, klenot, šperk, klenotem, drahokam
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klejnot, cacko, kamień, Jewel, klejnotem, perła
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékszer, ékszert, gyöngyszeme, ékköve, jewel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mücevher, Jewel, bir mücevher, mücevheri, Jewel of
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гема, дорогоцінний, коштовність, дорогоцінність, скарб
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhevahir, gur i çmuar, xhevahir i, xhevahir të, perlë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъпоценен камък, бижу, перла, перлата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каштоўнасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omastav, kalliskivi, Jewel, juveel, ehteks, juveeli
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pupoljak, dragulj, pup, nakit, biser, Jewel, dragulja, draguljem
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gimsteinn, Jewel, skar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brangakmenis, perlas, Jewel, brangenybė, brangenybių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārgakmens, Jewel, pērle, dārglietu, dārgums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапоцен камен, накит, Бисер, украс
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bijuterie, bijuterii, Jewel, de bijuterii, bijuteria
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jewel, dragulj, biser, bisera
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skvost, klenot, šperk, šperky, jewel
Τυχαίες λέξεις