Odpeckovat στα ελληνικά
Μετάφραση: odpeckovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odpařovák στα ελληνικά - ψεκαστήρες, εξατμιστήρες, εξατμιστές, οι ψεκαστήρες, εξατμιστών
- odpařování στα ελληνικά - εξάτμιση, Η εξάτμιση, εξάτμισης, την εξάτμιση, από εξάτμιση
- odpečetit στα ελληνικά - αποσφραγίζω, ξεβουλώνω, ξεσφραγίζει, unseal, αποφράζει
- odplata στα ελληνικά - ανταμοιβή, αμοιβή, αντίποινα, ρεβάνς, αντεκδίκηση, ανταπόδοση, εκδίκηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Odpeckovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πέτρα, πετροβολώ