Λέξη: φτώχεια

Σχετικές λέξεις: φτώχεια

φτώχεια έκθεση, φτώχεια κοινωνικός αποκλεισμός και παιδική ηλικία, φτώχεια αίτια, φτώχεια ελλάδα, φτώχεια έρως και κομπίνα, φτώχεια συνώνυμα, φτώχεια ορισμός, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, φτώχεια ή φτώχια, φτώχεια και αριστοκρατία 1959

Συνώνυμα: φτώχεια

πτώχεια, κακομοιριά, εξαθλίωση, ανέχεια, απορία

Μεταφράσεις: φτώχεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
poverty, of poverty, poverty is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indigencia, miseria, pobreza, la pobreza, de la pobreza, de pobreza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armut, verarmt, Armut, Armuts, der Armut, die Armut
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pénurie, misère, indigence, dénuement, purée, besoin, pauvreté, la pauvreté, de la pauvreté, contre la pauvreté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miseria, povertà, la povertà, della povertà, di povertà
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrame, pobreza, a pobreza, da pobreza, de pobreza, à pobreza
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armoede, de armoede, van armoede, armoede te, armoedegrens
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убожество, оскудение, скудость, нищета, бедность, скудность, нужда, убогость, бедности, нищеты, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, fattigdoms, fattigdommen, av fattigdom, fattige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, fattigdomen, fattigdoms, av fattigdom, armod
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köyhyys, kurjuus, hätä, köyhyyden, köyhyyttä, köyhyyteen, köyhyydestä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, fattigdommen, af fattigdom, af fattigdommen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ubohost, chudost, bída, chudoba, nedostatek, nouze, chudoby, chudobě, chudobu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bieda, ubóstwo, mizerota, dziadostwo, ubóstwa, ubóstwem, z ubóstwem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szegénység, a szegénység, szegénységi, szegénységben, szegénységet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yoksulluk, yoksulluğun, yoksulluğu, fakirlik, yoksullukla
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незадоволений, бідність, злидні, убогість
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfëri, varfërisë, varfëria, e varfërisë, i varfërisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедност, бедността, на бедността, с бедността
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
беднасць, бедната, беднасьць, беднату, убоства
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaesus, vaesuse, vaesust, vaesusega, vaesuses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bijeda, siromaštvom, siromaštva, sirotinja, siromaštvo, je siromaštvo, siromaštvu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fátækt, fátæktar, fátæktin, sem fátækt, að fátækt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
paupertas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skurdumas, skurdas, skurdo, skurdu, skurdą, su skurdu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nabadzība, nabadzības, nabadzību, nabadzībai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сиромаштијата, сиромаштија, на сиромаштијата, на сиромаштија
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărăcie, sărăciei, sărăcia, a sărăciei, saraciei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ida, hudost, hudoba, revščina, revščine, revščino, revščini
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chudosť, báda, chudoba, chudoby, chudobou, chudobu, chudobe

Στατιστικά δημοτικότητας: φτώχεια

Τυχαίες λέξεις