Pózovat στα ελληνικά

Μετάφραση: pózovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποζάρω, πόζα, στάση, θέτουν, δημιουργούν, ενέχουν, συνιστούν
Pózovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • důrazný στα ελληνικά - εμφατικός, εμφατική, εμφατικό, έμφαση, κατηγορηματική
  • grupa στα ελληνικά - σύμπλεγμα, όμιλος, συγκρότημα, ομάδα, Grupa, Ο Grupa
  • klobouk στα ελληνικά - καπέλο, πίλος, το καπέλο, καπέλων, καπέλου, hat
  • odlišit στα ελληνικά - διάκριση, διακρίνουν, διακρίνει, διακρίνουμε, γίνει διάκριση
Τυχαίες λέξεις
Pózovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποζάρω, πόζα, στάση, θέτουν, δημιουργούν, ενέχουν, συνιστούν