Pražený στα ελληνικά
Μετάφραση: pražený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, φρυγμένα, φρυγμένων, καβουρντισμένος, καβουρδισμένα
Μεταφράσεις
- imputovat στα ελληνικά - αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
- kupování στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, εξαγορά, αγοράς, αγορές, την αγορά
- menstruační στα ελληνικά - καταμήνιος, έμμηνο, εμμηνόρροιας, εμμηνορρυσίας, εμμήνου ρύσης
- monumentální στα ελληνικά - πελώριος, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Τυχαίες λέξεις
Pražený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, φρυγμένα, φρυγμένων, καβουρντισμένος, καβουρδισμένα
Μεταφράσεις: καβουρντίζω, ψήνω, καβουρδίζω, ψητό, φρυγμένα, φρυγμένων, καβουρντισμένος, καβουρδισμένα