Λέξη: περιοδικό

Σχετικές λέξεις: περιοδικό

περιοδικό ψυχολογία, περιοδικό crash, περιοδικό hello, περιοδικό αρχαιολογία, περιοδικό οκ, περιοδικό σχεδία, περιοδικό φωτογράφος, περιοδικό autotriti test, περιοδικό forma, περιοδικό elle, forma περιοδικό, forma, περιοδικά, burda περιοδικό, burda

Μεταφράσεις: περιοδικό

περιοδικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
magazine, journal, periodic, the journal, periodical

περιοδικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
periódico, revista, la revista, revista de, compartimiento, cargador

περιοδικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heft, illustrierte, zeitschrift, magazin, Magazin, Zeitschrift, Magazins

περιοδικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
journal, magazine, gazette, magasin, revue, stock, le magazine, magazines

περιοδικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
magazzino, periodico, rivista, magazine, scomparto, caricatore

περιοδικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
louco, compartimento, jornal, revista, magazine, revista de, a revista

περιοδικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdschrift, krant, blad, magazine te, magazijn, het tijdschrift

περιοδικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приёмник, магазин, журнал, журнала, журналы, журнале, журналом

περιοδικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tidsskrift, magasin, magazine, magasinet, bladet

περιοδικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
magasin, tidskrift, magazine, tidningen, tidskriften

περιοδικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lipas, lehti, sanomalehti, aikakauslehti, lehden, -lehden

περιοδικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
magasin, tidsskrift, avis, magazine, magasinet, blad, bladet

περιοδικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skladiště, sklad, časopis, magazín, časopisu, zásobník, magazine

περιοδικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
magazynek, czasopismo, magazyn, skład, pismo, magazynu

περιοδικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tölténytár, magazin, folyóirat, magazinban, magazint, magazinja

περιοδικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dergi, dergisi, magazine, dergisinin, magazin

περιοδικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
магазина, теревені, журнал, Відкрийте, Відкрийте для, журналу, часопис

περιοδικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
revistë, revista, revistës, magazine, revistë e

περιοδικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
списание, списанието, сп, списания

περιοδικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магазын, часопіс, журнал

περιοδικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajakiri, ajakirja, ajakirjade, ajakirjas, magazine

περιοδικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skladište, ležište, magazin, časopis, magazine, časopisa, magazina

περιοδικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tímarit, tímaritið, tímariti, tímaritinu, Blaðið

περιοδικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žurnalas, Magazine, žurnalo, žurnale

περιοδικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
žurnāls, magazine, žurnāla, žurnālu, žurnālā

περιοδικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
списание, списанието, магазин, магазинот, весник

περιοδικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
revistă, revista, revistei, magazine, reviste

περιοδικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zasebnik, časopis, revija, revije, magazine, revijo, reviji

περιοδικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
časopis, zásobník, časopisu

Στατιστικά δημοτικότητας: περιοδικό

Τυχαίες λέξεις