Román στα ελληνικά

Μετάφραση: román, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Román στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chvost στα ελληνικά - ουρά, ουράς, της ουράς, την ουρά, πίσω
  • gazela στα ελληνικά - γαζέλα, είδος αντιλόπης, γκαζέλλα, γκαζέλα, Gazelle
  • leukocyt στα ελληνικά - λευκοκύτταρο, λευκοκυττάρων, των λευκοκυττάρων, λευκοκυττάρου, λευκοκύτταρα
  • mitra στα ελληνικά - μήτρα δεσπότη, μίτρα, miter, οξείας γωνίας, φαλτσογωνίας
Τυχαίες λέξεις
Román στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο