Λέξη: παρεμβάλλω

Σχετικές λέξεις: παρεμβάλλω

προβάλλω συνώνυμα, περιβάλλω λεξικό, παρεμβάλλω συνωνυμο

Συνώνυμα: παρεμβάλλω

εισάγω, ενθέτω, καταχωρίζω, παρεμβαίνω, παρενθέτω, μεσιλαβώ, παρεισάγω

Μεταφράσεις: παρεμβάλλω

παρεμβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interject, interpose, insert, interpolate, come in between

παρεμβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interponer, intercalar, interject

παρεμβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einwerfen, einzuwerfen, interject, dazwischenwerfen

παρεμβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enchâsser, intervenir, interrompre, vous interrompre, interjeter

παρεμβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interporre, interject, intercalare, intromettermi, interloquire

παρεμβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lançar, interpor, interject, interjeição

παρεμβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voord in het midden brengen, tussenbeide, interject, tussenbeide komen, voord

παρεμβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вставлять, вмешиваться, вставляю

παρεμβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skyte inn, skyte, interject

παρεμβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
interject, invända, plötsligt skjuta in, plötsligt skjuta, KASTA

παρεμβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heittää väliin, interject

παρεμβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indskyde, interject, indvender, indskyder

παρεμβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vložit, prohodit, pronést

παρεμβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wtrącać, wtrącić, interject, wetknąć, zauważyć nawiasowo

παρεμβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közbevet

παρεμβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arada söylemek, katmayacak, söyleyerek itiraz, Araya, interject

παρεμβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вставляти, вставити

παρεμβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërkall, të ndërkall

παρεμβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подхвърлям, прекъсна, се намеся, намеся, вмъквам

παρεμβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўстаўляць, устаўляць, вставлять

παρεμβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahele hüüdma, hüüdma, Visake vahele, vahele hüüatama

παρεμβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubaciti

παρεμβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
interject

παρεμβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
interject, nawiasowo, Wtrącić, įsikišti, Pažymėti nawiasowo

παρεμβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izteikt

παρεμβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
interject

παρεμβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
băga, intervin, interject, me-, intercalați

παρεμβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
interject

παρεμβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vložiť, Pridať, Podať
Τυχαίες λέξεις