Samosprávný στα ελληνικά

Μετάφραση: samosprávný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Samosprávný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autor στα ελληνικά - συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
  • briketa στα ελληνικά - Briquet, μπρικέτας, του Briquet, μπριγκέτας, μπρικετών
  • drnčet στα ελληνικά - τραντάζω, κροταλίζω, βαζάκι, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
  • nechápavý στα ελληνικά - αμβλύς, πληκτικός, μουχρός, βραδύνους, βαρετός, αργόστροφος, απότομος, ...
Τυχαίες λέξεις
Samosprávný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο