Samosprávný στα ελληνικά
Μετάφραση: samosprávný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
![Samosprávný στα ελληνικά Samosprávný στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-cz-gr-13481.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autor στα ελληνικά - συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
- briketa στα ελληνικά - Briquet, μπρικέτας, του Briquet, μπριγκέτας, μπρικετών
- drnčet στα ελληνικά - τραντάζω, κροταλίζω, βαζάκι, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
- nechápavý στα ελληνικά - αμβλύς, πληκτικός, μουχρός, βραδύνους, βαρετός, αργόστροφος, απότομος, ...
Τυχαίες λέξεις
Samosprávný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
Μεταφράσεις: αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο