Λέξη: λέμφος
Σχετικές λέξεις: λέμφος
η λέμφος
Συνώνυμα: λέμφος
λύμφη
Μεταφράσεις: λέμφος
λέμφος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lymph, lymph fluid, lymphatic fluid
λέμφος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
linfa, linfático, linfáticos, la linfa, ganglios
λέμφος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lymphe, Lymphe, Lymphknoten, Lymph-, Lymph, der Lymphe
λέμφος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lymphe, lymphatique, lymphatiques, la lymphe, ganglions
λέμφος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linfa, linfatico, linfatica, della linfa, la linfa
λέμφος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
linfa, linfático, linfáticos, de linfa, linfática
λέμφος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lymf, weefselvocht, lymfe, de lymfe
λέμφος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лимфа, лимфатических, лимфы, лимфатического, лимфатический
λέμφος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lymfe, lymph, lymfen, lymfeknuter, lymfeknute
λέμφος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lymfa, lymfan, lymph, maligna, lymfvätska
λέμφος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imuneste, imusolmukkeiden, lymph, imunesteen, imusol-
λέμφος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lymfeknuder, lymfe, lymfen, lymfe-, lymfevæske
λέμφος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lymfa, míza, lymfatických, lymfatické, mízní
λέμφος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysięk, limfa, chłonnych, limfatyczny, chłonnego, limfy
λέμφος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyirok, nyirokcsomó, nyirok-, nyirokkeringést, a nyirok
λέμφος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lenf
λέμφος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неправди, лімфа
λέμφος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
limfë, limfatike, limfatik, limfatike të, nyjet limfatike
λέμφος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лимфа, лимфен, лимфни, лимфата, лимфния
λέμφος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лімфа
λέμφος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lümf, lümfisõlmede, lümfisõlmi, lümfi, lümfisõlmed
λέμφος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
limfa, limfnog, limfni, limfnih, limfne
λέμφος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eitlum, eitlar, eitla, sogæðavökvi
λέμφος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
limfa, limfos, limfinių, limfiniuose, limfmazgių
λέμφος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
limfa, limfas, limfātisko, limfu, limfātiskā
λέμφος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лимфните, лимфни, лимфниот, лимфен, на лимфните
λέμφος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
limfă, limfatic, limfatici, limfei, limfa
λέμφος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
limfna, limfa, limfni, limfne, limfno
λέμφος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lymfa
Τυχαίες λέξεις