Stlačení στα ελληνικά
Μετάφραση: stlačení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύφεση, συμπίεση, πίεση, κατάθλιψη, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Μεταφράσεις
- dostat στα ελληνικά - προμηθεύομαι, έχε, παίρνω, λαμβάνω, αποκτώ, πιάνω, αρπάζω, ...
- dualismus στα ελληνικά - δυαδική υπόσταση, δυϊσμός, δυϊσμό, δυϊσμού, δυισμό
- jasnost στα ελληνικά - ευκρίνεια, φωτεινότητα, σαφήνεια, διαύγεια, σαφήνειας, τη σαφήνεια, καθαρότητα
- lakonicky στα ελληνικά - λακωνικά, λακωνικώς
Τυχαίες λέξεις
Stlačení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύφεση, συμπίεση, πίεση, κατάθλιψη, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση
Μεταφράσεις: ύφεση, συμπίεση, πίεση, κατάθλιψη, συμπίεσης, συμπιέσεως, με συμπίεση, τη συμπίεση