Λέξη: στεγαστικός
Σχετικές λέξεις: στεγαστικός
στεγαστικόσ διαχωρισμόσ, στεγαστικός οργανισμός δημοσίων υπαλλήλων, στεγαστικός συνεταιρισμός
Μεταφράσεις: στεγαστικός
στεγαστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
housing
στεγαστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
viviendas, alojamiento, caja, vivienda, la vivienda
στεγαστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterkunft, wohnend, wohnbau, quartier, gehäuse, Gehäuse, Gehäuses
στεγαστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
placement, couverture, hébergement, logement, habitation, abri, logeant, boîtier, logements, le logement, carter
στεγαστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alloggio, rifugio, alloggiamento, abitazione, alloggi, abitazioni
στεγαστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habitação, alojamentos, alojamento, carcaça, moradia, invólucro
στεγαστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
logies, huisvesting, onderdak, behuizing, huis, woningen, woningbouw
στεγαστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жилплощадь, жилище, укрытие, паз, станина, футляр, обиталище, клеть, убежище, выемка, ниша, гнездо, кожух, жилье, корпус, жилья, жилищный
στεγαστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bolig, boliger, huset
στεγαστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hölje, bostäder, höljet, huset
στεγαστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huoneisto, asuntotuotanto, asumus, hylsy, asuntoasiat, kehys, majapaikka, kotelo, asuminen, pesä, säiliö, asunto, asuntojen, kotelon, asumisen
στεγαστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
στεγαστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přikrývka, byt, útulek, úkryt, bydlení, ubytování, přístřeší, pouzdro, kryt, skříň
στεγαστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czaprak, pomieszczenie, akomodacja, osłona, obudowa, budownictwo, zamieszkiwanie, mieszkaniowy, mieszkalnictwo, obudowy, obudowę
στεγαστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beterelés, falhorony, lakásépítés, nyeregtakaró, lebocsátás, árbocfészek, behajtás, garazsírozás, behordás, árboctalapzat, ház, lakhatás, lakhatási, lakások, házban
στεγαστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
konut, gövde, muhafaza, yuva, barınma
στεγαστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ніша, паз, вкриття, гніздо, захисток, футляр, корпус
στεγαστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strehim, strehimit, të strehimit, strehimi, e strehimit
στεγαστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жилища, жилищния, жилище, жилищно строителство, корпус, жилищен
στεγαστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
корпус
στεγαστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbris, eluase, majutus, elamispind, eluaseme, korpus
στεγαστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stambene, stambeno, stanovanje, stan, stambeni, kućište, stambenog, stanovanja
στεγαστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsnæði, húsnæðis, húsnæðismarkaði, hús, húsnæðisbréf
στεγαστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korpusas, būsto, būstas, būstą, korpuso
στεγαστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvalks, mājokļu, mājokļi, korpuss, mājokļa
στεγαστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домување, сместување, домувањето, станови, станбени
στεγαστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carcasă, locuință, locuințe, de locuințe, locuințelor
στεγαστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ohišje, stanovanja, stanovanj, ohišja, stanovanjske
στεγαστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príbytok, byty, bývanie, bývania, bývaní, bydliska, bývaniu
Τυχαίες λέξεις