Alinomainen στα ελληνικά

Μετάφραση: alinomainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, το, η, ο, την, της
Alinomainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alin στα ελληνικά - ελάχιστος, χαμηλότερες, χαμηλότερο, χαμηλότερη, χαμηλότερα, χαμηλότερης
  • alinomaa στα ελληνικά - πάντοτε, συνεχώς, πάντα, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
  • aliohjelma στα ελληνικά - διαδικασία, υπορουτίνα, υπορουτίνας, υποπρόγραμμα εντολών, υποπρόγραμμα, η υπορουτίνα
  • alistaa στα ελληνικά - παρεμποδίζω, περιορίζω, υφιστάμενος, κυριαρχώ, δεσπόζω, θέμα, υποκείμενο, ...
Τυχαίες λέξεις
Alinomainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδιάκοπος, συνεχής, σταθερός, το, η, ο, την, της