Helpottunut στα ελληνικά
Μετάφραση: helpottunut, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολος, άνετος, ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- helpottaa στα ελληνικά - ξαλαφρώνω, κατευνάζω, διευκολύνω, καταπραΰνω, ανακουφίζω, διευκολύνουν, διευκόλυνση της, ...
- helpottua στα ελληνικά - καταπραΰνω, ανακουφίζω, ξαλαφρώνω, άνεση, να διευκολυνθεί, να διευκολύνεται, να διευκολυνθεί η, ...
- helpotus στα ελληνικά - αρωγή, ελάττωση, αναστολή, αναγωγή, χασμωδία, διάλλειμα, εκτόνωση, ...
- helppo στα ελληνικά - απλοϊκός, άνετος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Τυχαίες λέξεις
Helpottunut στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολος, άνετος, ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί
Μεταφράσεις: εύκολος, άνετος, ανακουφισμένος, ανακούφιση, ανακουφισμένοι, ανακουφισμένη, απαλλαγεί