Kärhämä στα ελληνικά
Μετάφραση: kärhämä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιπαράθεση, συναντώ, αψιμαχία, συνάντηση, κλαγγή, προσκρούω, συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, μάλωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- käpälä στα ελληνικά - πόδι ζώου, πόδι, ποδιού, πέλματος, πέλμα
- käpälöidä στα ελληνικά - πλαστογραφία, μαγειρεύω, μάγειρας, πλαστός, κάλπικος, παραποιώ, πόδι ζώου, ...
- käristää στα ελληνικά - μαρίδα, ξεροτηγανίζω, τηγανίζω, καβουρντίζω, σγουραίνω, τηγανίζουμε, γόνου, ...
- kärjessä στα ελληνικά - κορυφαίος, ηγετικός, επικεφαλής, στην κεφαλή, στο κεφάλι, στην κορυφή, επί κεφαλής
Τυχαίες λέξεις
Kärhämä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιπαράθεση, συναντώ, αψιμαχία, συνάντηση, κλαγγή, προσκρούω, συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, μάλωμα
Μεταφράσεις: αντιπαράθεση, συναντώ, αψιμαχία, συνάντηση, κλαγγή, προσκρούω, συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, μάλωμα