Kausi στα ελληνικά

Μετάφραση: kausi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Kausi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kausaalisuus στα ελληνικά - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
  • kausaliteetti στα ελληνικά - αιτιότητα, αιτιότητας, την αιτιώδη συνάφεια, της αιτιώδους συνάφειας, την αιτιότητα
  • kausiluonteinen στα ελληνικά - εποχικός, εποχιακός, εποχής, εποχιακή, εποχική, εποχιακά
  • kautsu στα ελληνικά - λαστιχένιος, γόμα, καουτσούκ, από καουτσούκ, Προϊόντα από καουτσούκ, κυματοειδές, από καουτσούκ σε
Τυχαίες λέξεις
Kausi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, όρος, τρίμηνο, περίοδο, διορία, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου