Keskittyminen στα ελληνικά

Μετάφραση: keskittyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκέντρωση, συγκέντρωσης, συγκεντρώσεως, συμπύκνωση, τη συγκέντρωση
Keskittyminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keskipiste στα ελληνικά - κέντρο, οφθαλμός, μάτι, καρδιά, μέσος, εστία, κέντρο της, ...
  • keskipäivä στα ελληνικά - μεσημέρι, το μεσημέρι, μεσημεριανές
  • keskittyä στα ελληνικά - συγκεντρώνομαι, συμπυκνώνω, συγκεντρώνω, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, ...
  • keskittää στα ελληνικά - συγκεντρώνω, συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Keskittyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκέντρωση, συγκέντρωσης, συγκεντρώσεως, συμπύκνωση, τη συγκέντρωση