Λέξη: καμαρωτός

Σχετικές λέξεις: καμαρωτός

καμαρωτόσ δημήτρησ, άρησ καμαρωτόσ

Συνώνυμα: καμαρωτός

εύχαρις, ξένοιαστος, κομψός, ευχάριστος, ζωηρός

Μεταφράσεις: καμαρωτός

καμαρωτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vainglorious, proud, jaunty

καμαρωτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
orgulloso, soberbio, fachendoso, altanero, garboso, alegre, desenvuelto, vivaz, jaunty

καμαρωτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hochmütig, erhaben, stolz, prahlerisch, unbeschwert, fröhlich, munter, jaunty, jaunty für

καμαρωτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hautain, arrogant, fier, glorieux, rogue, élevé, haut, magnifique, fanfaron, auguste, orgueilleux, fat, superbe, vaniteux, désinvolte, jaunty, jaunty pour, enjoué, hardy

καμαρωτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fiero, orgoglioso, disinvolto, jaunty, sbarazzino, vivace, sbarazzina

καμαρωτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orgulhoso, alto, elevado, protótipo, eminente, desenvolto, jaunty, alegre, garboso, vivaz

καμαρωτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trots, hoog, verheven, prat, fier, zwierig, jaunty, jaunty voor, jaunty voor het, montere

καμαρωτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вздувшийся, напыщенный, самодовольный, самолюбивый, тщеславный, поднявшийся, горделивый, надменный, ретивый, величественный, возвышенный, высокомерный, спесивый, величавый, гордый, великолепный, бойкий, лихой, бойкая, бойкое, бойким

καμαρωτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stolt, kry, kvikk, munter, selvsikker mine, sikker mine, tøffere utseende

καμαρωτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
högfärdig, stolt, jaunty, intrepid, hardy, karmic, hurtig

καμαρωτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkava, leuhka, korskea, ylpeä, korkea, jalo, hilpeä, jaunty, jakelussa jaunty, huolettoman itsevarma, rennon elegantti

καμαρωτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stolt, jaunty, spændstigt, kække, brølende

καμαρωτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ješitný, nádherný, nadutý, honosný, povýšený, domýšlivý, pyšný, chvástavý, hrdý, veselý, Jaunty, bezstarostný, bujarý

καμαρωτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pyszny, hardy, próżny, dumny, butny, chełpliwy, żwawy, wesoły, beztroski, jaunty, raźny

καμαρωτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
büszke, könnyed, vidám, hetyke, jaunty, legényes

καμαρωτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kibirli, gururlu, yüksek, şen, Jaunty, kaygısız, havalı

καμαρωτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опуклий, пихатий, жвавий, жвава, бойки, спритний, моторний

καμαρωτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartë, i vetëkënaqur, vetëkënaqur, gazmor

καμαρωτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жизнерадостен, самодоволен, весел, жив, весела

καμαρωτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, бойкі, жвавы, на бойкі

καμαρωτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhke, reibas, Hilpeä, lõbus, Probleemideta ise kindel, kehkjas

καμαρωτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hvalisav, ponosni, tašt, sujetan, raskošan, ponosi, dostojanstven, ponosna, samouvjeren, bezbrižan, razmetljiv, veseo

καμαρωτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
metnaðarfullur, hrey, stoltur, hróðugur, jaunty

καμαρωτός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
superbus

καμαρωτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdidus, linksmas, stilingas, nerūpestingas, Mundrs, Beztroski

καμαρωτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lepns, mundrs, bezrūpīgs

καμαρωτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
весел

καμαρωτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mândru, înalt, voios, Jaunty, dezinvolta, elegant, stilat

καμαρωτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Zadovoljen, Razmetljiv

καμαρωτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrdý, pyšný, veselý, veselá
Τυχαίες λέξεις