Myynti στα ελληνικά
Μετάφραση: myynti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πώληση, κίνηση, τζίρος, πωλήσεις, των πωλήσεων, πωλήσεων, τις πωλήσεις, οι πωλήσεις
Μεταφράσεις
- myyjä στα ελληνικά - έμπορος, πωλητής, πωλητή, με πωλητή, τον πωλητή, Ο πωλητής είναι
- myymälä στα ελληνικά - μαγαζί, βάζω, αποθήκευση, αποθηκεύω, κατάστημα, shop, καταστήματος, ...
- myyntilupa στα ελληνικά - παραχώρηση, υποτροφία, χορηγώ, επιχορηγώ, επίδομα, της άδειας κυκλοφορίας, άδειας κυκλοφορίας, ...
- myyntipalkkio στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, επιτροπή, παραγγέλλω, παραγγελία, προμήθεια, Επιτροπή, Επιτροπής, ...
Τυχαίες λέξεις
Myynti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πώληση, κίνηση, τζίρος, πωλήσεις, των πωλήσεων, πωλήσεων, τις πωλήσεις, οι πωλήσεις
Μεταφράσεις: πώληση, κίνηση, τζίρος, πωλήσεις, των πωλήσεων, πωλήσεων, τις πωλήσεις, οι πωλήσεις