Λέξη: μαλακά

Συνώνυμα: μαλακά

ελαφρώς, ήσυχα, σιγά, ευγενικά, τρυφερά

Μεταφράσεις: μαλακά

μαλακά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gently, soft, softly, soft ground

μαλακά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suavemente, cuidado, suavidad, con cuidado, con suavidad

μαλακά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sanft, weltmännisch, lieb, vorsichtig, leicht, schonend, behutsam

μαλακά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délicatement, doucement, légèrement, lent, douceur, en douceur

μαλακά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delicatamente, dolcemente, gentilmente, leggermente, delicatezza

μαλακά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavalheiro, delicadamente, suavemente, gentilmente, cuidadosamente, com cuidado

μαλακά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zachtjes, voorzichtig, zacht, licht, langzaam

μαλακά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нежно, кротко, мягко, слегка, тихо, бережно, спокойно, осторожно, легонько, умеренно, аккуратно

μαλακά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forsiktig, lett, mildt, svakt, skånsomt

μαλακά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
försiktigt, varsamt, mjukt, lätt, att försiktigt

μαλακά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leppoisa, varovasti, hellästi, kevyesti, hellävaraisesti, varovaisesti

μαλακά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blidt, forsigtigt, let, forsigtigt at

μαλακά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zlehka, lehce, mírně, pomalu, pozvolna, jemně, opatrně, něžně

μαλακά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uprzejmie, łagodnie, delikatnie, lekko, miękko, ostrożnie, delikatne

μαλακά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyájasan, gyengéden, óvatosan, finoman, enyhén, szelíden

μαλακά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nazikçe, yavaşça, hafifçe, yumuşak, nazik

μαλακά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спокійно, ніжно, нині-спокійно, м'яко, тихо-тихо, м`яко, лагідно

μαλακά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
butësisht, butë, të butë, butësi, me butësi

μαλακά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нежно, леко, внимателно, внимателно се

μαλακά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мякка

μαλακά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sujuvalt, leebelt, õrnalt, tasakesi, pehmelt, ettevaatlikult

μαλακά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nježno, blago, lagano, pažljivo, laganim

μαλακά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
varlega, létt, mjúklega, gætilega, varlega í

μαλακά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
leniter, placide

μαλακά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švelniai, atsargiai, nestipriai, nesmarkiai

μαλακά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maigi, viegli, uzmanīgi, saudzīgi, lēnām

μαλακά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нежно, нежно се, благо, внимателно, полека

μαλακά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lin, cu blândețe, delicat, blând, ușor, usor

μαλακά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nežno, previdno, rahlo, narahlo, počasi

μαλακά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jemne

Στατιστικά δημοτικότητας: μαλακά

Τυχαίες λέξεις