Pärske στα ελληνικά

Μετάφραση: pärske, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιτσιλάω, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, τσιρίζω, σαλιάρισμα, σαλιαρίζω, ακατανόητη ομιλία, τραυλίζω
Pärske στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • päristä στα ελληνικά - τραντάζω, κουδουνίζω, κροταλίζω
  • pärjätä στα ελληνικά - παλεύω, δραστηριοποιούμαι, προοδεύω, πρόοδος, αρπάζομαι, αντεπεξέρχομαι, κάνω την βαθμολογία, ...
  • pärskiä στα ελληνικά - φρουμάζω, φταρνίζομαι, φτάρνισμα, τσιρίζω, σαλιάρισμα, σαλιαρίζω, ακατανόητη ομιλία, ...
  • pärähtää στα ελληνικά - παγίδα, βρόχος, snare, βρόγχος, βρόγχο
Τυχαίες λέξεις
Pärske στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιτσιλάω, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, τσιρίζω, σαλιάρισμα, σαλιαρίζω, ακατανόητη ομιλία, τραυλίζω