Porukka στα ελληνικά
Μετάφραση: porukka, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάρι, πλήθος, σμήνος, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ρούχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- portto στα ελληνικά - πατσαβούρα, ιερόδουλη, εταίρα, πόρνη, καριόλα, πόρνης, harlot
- poru στα ελληνικά - κλάψιμο, κλάμα, ενόχληση, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει
- porvari στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
- porvarillinen στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
Τυχαίες λέξεις
Porukka στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάρι, πλήθος, σμήνος, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ρούχο
Μεταφράσεις: σμάρι, πλήθος, σμήνος, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, εξοπλισμός, στολή, ντύσιμο, εξάρτηση, ρούχο