Λέξη: ταραγμένος

Σχετικές λέξεις: ταραγμένος

ταραγμένος στα αγγλικά, ταραγμένοσ συνώνυμα, ταραγμένος καθρέφτης, ταραγμένος ύπνος

Συνώνυμα: ταραγμένος

σαν χαμένος, νευρικός, εκνευρισμένος, νευροπαθής, ευέξαπτος, νευρώδης, μπερδεμένος, συγκεχυμένος

Μεταφράσεις: ταραγμένος

ταραγμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choppy, upset, confused, agitated, abashed, nervous

ταραγμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remover, volcar, confundido, confuso, confusa, confundida, confundidos

ταραγμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgehackt, verwirrung, bestürzt, umwerfen, aufregen, rückschlag, angestaucht, umkrempeln, stören, besorgt, verwirrt, verwechselt, verwirrten, durcheinander

ταραγμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouleversez, désordre, intervertir, emmerder, variable, bouleversés, bouleverser, bouleversées, ambulatoire, ébréché, bousculer, culbuter, bouleversent, bouleversons, bouleversé, bouleversâmes, confus, confuse, confusion, confondu, confondre

ταραγμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sconvolgere, confuso, confusa, confusi, confuse, confusione

ταραγμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
virada, tresandar, confuso, confusa, confusos, confundido, confusas

ταραγμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedremmeld, beteuterd, verwarring, beduusd, verward, war, de war, verwarde, in de war

ταραγμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспорядок, порывистый, опрокидывание, изменчивый, переменчивый, падение, непостоянный, неспокойный, превратный, потрескавшийся, зазубренный, крушение, меняющийся, смущенный, путают, путать, запутался, смущен

ταραγμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kantre, forvirret, forveksles, forvirrede, forvekslet

ταραγμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stjälpa, välta, förvirrad, förvirrade, förväxlas, förvirrat, ihop

ταραγμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaatuminen, hälinä, kaataa, kumota, vauhko, hätäinen, sekava, sekoittaa, hämmentynyt, sekaisin, hämmentyneitä

ταραγμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forvirret, forvirrede, forveksles, forvirring

ταραγμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzrušit, převrhnout, rozrušit, proměnlivý, převrátit, skácet, znepokojit, dopalovat, překotit, překlopit, rušit, zmatený, zmatená, zmateně, zmatené, zmateni

ταραγμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepewny, zmienny, zmieszany, pomieszany, mylić, zdezorientowany, zdezorientowani

ταραγμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tömörített, zömített, felborulás, duzzasztott, borzolódó, berepedezett, zavaros, Confused, összezavarodott, zavarba, zavarodott

ταραγμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaşkın, karışık, karıştı, karıştırılmamalıdır, kafası karışık

ταραγμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потрісканий, катастрофа, зазублений, мінливий, перекинений, падіння, поривчастий, неспокійний, пригнітити, збентежений, зніяковілий, збентежені, знічений, зніяковіло

ταραγμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i hutuar, hutuar, të hutuar, konfuze, konfuz

ταραγμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
объркан, объркана, объркани, бърка, объркано

ταραγμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збянтэжаны, збянтэжана, разгублены

ταραγμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebaühtlane, lainetav, pakatanud, segaduses, segi, segadusse, segane

ταραγμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzrujan, izvrnuti, oboren, smeten, zbunjen, zbunjeni, zbunjena, zbunjeno, zbuniti

ταραγμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rugla, ruglaður, óviss, ruglað saman, ráðvilltur

ταραγμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumišęs, supainioti, painioti, painiojama, supainiotas

ταραγμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neskaidrs, sajaukts, samulsis, sajaukt, mulsina

ταραγμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
збунети, збунета, збунет, конфузни, збунето

ταραγμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deranja, confuz, confuză, confundat, confuzi, confuze

ταραγμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zmeden, zmedeni, zmedena, zbegan, zamenjati

ταραγμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmätený, Zmatený
Τυχαίες λέξεις