Puoliso στα ελληνικά
Μετάφραση: puoliso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζευγαρώνω, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, φιλαράκος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- puolipallo στα ελληνικά - ημισφαίριο, ημισφαιρικό, ημισφαιρική, ημισφαιρικού, ημισφαιρικής, ημισφαιρικές
- puolipäivä στα ελληνικά - μεσημέρι, μεσημβρία, μεσημβρινός, καταμεσήμερο, noonday
- puolittaa στα ελληνικά - μειωθεί κατά το ήμισυ, μείωση κατά το ήμισυ, υποδιπλασιαστεί, μειωθεί στο ήμισυ, μειώσει κατά το ήμισυ
- puolivillainen στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, ημι-, μισή, ημίσειας, ημίσεια, μισού
Τυχαίες λέξεις
Puoliso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζευγαρώνω, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, φιλαράκος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός
Μεταφράσεις: ζευγαρώνω, ύπαρχος, σύζυγος, ταίρι, φιλαράκος, σύζυγο, συζύγου, σύζυγό, σύζυγός