Λέξη: διαβλέπω
Σχετικές λέξεις: διαβλέπω
διαβλέπω ετυμολογια, διαβλέπω λεξικο, διαβλέπω ορισμός, διαβλέπω βικιπαιδεια, διαβλέπω συνωνυμο, διαβλέπω συνώνυμο, διαβλέπω προταση
Μεταφράσεις: διαβλέπω
διαβλέπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discern, perceive, I see, I can see, I sense, hinted
διαβλέπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
percibir, sentir, divisar, discernir, distinguir, veo, que veo, veo a, lo veo, yo veo
διαβλέπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterscheiden, erkennen, ich verstehe, ich sehe, sehe ich, ich
διαβλέπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
distinguer, décernons, remarquer, séparer, aperçoivent, différencier, décernent, apercevoir, discerner, percevoir, décerner, apercevez, décernez, appréhender, je vois, que je vois, je ne vois, je le vois
διαβλέπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
percepire, avvertire, vedo, che vedo, io vedo, Capisco, non vedo
διαβλέπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
por, perceber, descartar, descarte, convencer, pelo, em, ver, eu vejo, vejo, que vejo, que eu vejo
διαβλέπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderscheiden, waarnemen, ik snap het, ik zie, zie ik, ik, ik zie dat
διαβλέπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
познать, разглядеть, постигать, рассмотреть, различать, почувствовать, ощущать, распознавать, ощутить, понимать, различить, воспринимать, замечать, прочувствовать, осязать, отличать, Понимаю, я вижу, вижу
διαβλέπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjelne, jeg ser, ser jeg
διαβλέπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skönja, urskilja, märka, jag, I
διαβλέπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
havaita, hahmottaa, äkätä, hoksata, erottaa, todeta, aistia, ymmärrän, näen, minä näen, en näe
διαβλέπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opdage, erkende, jeg ser, ser jeg, jeg kan se, min mening
διαβλέπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozeznávat, poznat, rozlišovat, lišit, postřehnout, vidět, rozeznat, rozlišit, pochopit, vnímat, vidím, nevidím, Chápu
διαβλέπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozróżnić, schwycić, zauważyć, rozeznać, rozeznawać, spostrzegać, dostrzegać, odczuć, zauważać, percypować, rozróżniać, postrzegać, widzę,, Rozumiem, widzę
διαβλέπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
látom, látok, Értem, én látom
διαβλέπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anlamak, anlıyorum, görmek, görüyorum, gördüğüm, anladım
διαβλέπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпізнавати, відчути, розрізнювати, розглянути, усвідомлювати, розуміти, відчувати, розумію, Понимаю
διαβλέπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndiej, unë, I, kam, të, që unë
διαβλέπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
виждам, да видя, аз виждам, Не виждам
διαβλέπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разумею
διαβλέπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märkama, tajuma, näen, ma näen, näen ma, Minu arvates
διαβλέπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vidjeti, nazrijeti, opažati, razabrati, razumjeti, osjetiti, razaznati, vidim, ja vidim, li vidjeti, Shvaćam, ne vidim
διαβλέπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ég sé, ég, ég séð, sé ég, ég sjá
διαβλέπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daryti, matau, aš matau, nematau, Manau
διαβλέπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieraudzīt, saskatīt, Es redzu, redzu, es neredzu, es to redzu
διαβλέπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гледам, Не гледам, го гледам, видам, ќе видам
διαβλέπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Înțeleg, văd, vad, am vedea, am văzut
διαβλέπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vidim, ne vidim
διαβλέπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vidím, Vidim
Τυχαίες λέξεις