Toi στα ελληνικά

Μετάφραση: toi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκείνος, αυτή, που, έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε
Toi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aakkoset στα ελληνικά - αλφάβητο, αλφαβήτου, αλφάβητου, αλφαβήτα
  • linnunpoika στα ελληνικά - κοτοπουλάκι, κόμματος, πουλάκι, νεοσσός, φωλιάζει, που φωλιάζει, μαζεμένα
  • monimuotoisuus στα ελληνικά - ποικιλία, ποικιλομορφία, πολυμορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας
  • nyrjähdyttää στα ελληνικά - αποσπώ, στραμπουλίζω
Τυχαίες λέξεις
Toi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκείνος, αυτή, που, έφερε, έφεραν, ασκήθηκε, άσκησε, που ασκήθηκε