Λέξη: νησιώτης

Σχετικές λέξεις: νησιώτης

νησιώτης συναχίρης, νησιώτης αθανάσιος, νησιώτης νικόλαος, νησιώτης χειρουργός, νησιώτης ασημικά, νησιώτης ελαστικά, νησιώτης φυτώριο, νησιώτης θανάσης, νησιώτης ανατόλια, νησιώτης λάστιχα

Μεταφράσεις: νησιώτης

νησιώτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
islander, an islander

νησιώτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
isleño, Islander, del isleño, isleño del, isleña

νησιώτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inselbewohner, insulaner, Insulaner, Inselbewohner, islander, Insel

νησιώτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insulaire, Islander, Insulaire du, îles du, des îles du

νησιώτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolano, Islander, isole dell'Oceano, delle isole dell'Oceano, dell'isolano

νησιώτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilhéu, insular, Islander, Insulano, Insulano do

νησιώτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eilandbewoner, Islander, eilandbewonervrouw, Oceanisch, eilander

νησιώτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
островитянин, островов, Islander, островитянина, житель острова

νησιώτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
øyboer, Islander, øy, øyboeren, øy beboer

νησιώτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öbo, Islander, skärgårds, öbon, öborna

νησιώτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarelainen, Islander, saaristolainen, saarilta, saarelta kotoisin

νησιώτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
øbo, øboer, islander, af Islander

νησιώτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostrovan, Islander, ostrované

νησιώτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyspiarz, wyspiarka, islander, wysp, z wysp

νησιώτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szigetlakó, Islander, szigeti, Az Islander, szigeteki

νησιώτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adalı, islander, Adaları'ndan, adalı bir, The Islander

νησιώτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
острів, островитянин, острів'янин, остров'янин

νησιώτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ujdhesar, banor ishulli, islander, Island, ishullit

νησιώτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
островитянин, Islander, островитяните

νησιώτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
островитянин

νησιώτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saarlane, saarte elanike, saarte, saareelanik, Islander

νησιώτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otočanin, ostrvljanin, Islander, otočni

νησιώτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Islander

νησιώτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
salos gyventojas, salų, Islander, salų gyventojas, Gyventojas salos

νησιώτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
salas iedzīvotājs, salu, salu iedzīvotājs, Islander

νησιώτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
островите, островканка, островјанин, островјанин се, островканка од

νησιώτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insular, Islander, insular din, insulară, insulari

νησιώτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
islander, otokov, otočan iz, otočan

νησιώτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ostrovan, ostrovania
Τυχαίες λέξεις