Umpio στα ελληνικά

Μετάφραση: umpio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό
Umpio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • houkuttaa στα ελληνικά - προσελκύω, ξελογιάζω, σαγηνεύω, γοητεύω, δελεάζω, έλκω, πείθω, ...
  • höyläys στα ελληνικά - ξυρίζομαι, Πλάνες, πλανίσματος, Πλάνισμα, πλανάρισμα, πλαναρίσματος
  • kaatui στα ελληνικά - έπεσα, κόβω, συνετρίβη, έπεσε, συνέτριψε, τράκαρε, καταρρεύσει
  • päihtynyt στα ελληνικά - μεθυσμένος, φέσι, κατάσταση μέθης, σε κατάσταση μέθης, μέθης, μεθυσμένων
Τυχαίες λέξεις
Umpio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό