Λέξη: τροφοδοτώ
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο
Συνώνυμα: τροφοδοτώ
ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, βάζω κάρβουνα, εφοδιάζω, φροντίζω
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuel, feed, stoke, victual, cater for
τροφοδοτώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carburante, sustentar, combustible, alimentar, cebo, comer, cebar, stoke, avivar, de Stoke, alimente, en Stoke
τροφοδοτώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerungsmaterial, eingabe, brennstoff, futter, papierzuführung, fressen, zufuhr, brennmaterial, düngen, zuführung, treibstoff, kraftstoff, futtern, schüren, stoke, Lenkstock, heizen, von Stoke
τροφοδοτώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appâter, entretenir, manger, nourriture, fournir, carburant, repaître, bouffer, engraisser, mazout, chauffage, fourrage, combustible, alimentez, alimentent, alimenter, Stoke, de Stoke, attiser
τροφοδοτώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pascere, combustibile, alimentare, cibo, carburante, attizzare, Stoke, di Stoke, rifornisce, a Stoke
τροφοδοτώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fevereiro, combustível, apascentar, alimentação, comer, combustíveis, alimentar, Stoke, stoke o, o Stoke, de Stoke, em Stoke
τροφοδοτώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nuttigen, bikken, voer, brandstof, gebruiken, eten, stookmateriaal, voeding, vreten, stoken, Stoke, stookt, stookt op, stook
τροφοδοτώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запасаться, фураж, прикармливать, выгон, порция, пасти, дача, кормить, откармливать, питаться, сырьё, питать, топливом, накормить, откормить, топливо, топить, Сток, Stoke, Стоук, Сток Сити
τροφοδοτώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brennstoff, fôr, brensel, mate, drivstoff, stoke, i Stoke, fyre, for Stoke
τροφοδοτώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mata, fodra, bränsle, stoke, i Stoke, till Stoke, Fylla på med bränsle, för Stoke
τροφοδοτώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokkia, polttoaine, elättää, rehu, syödä, ravita, virike, ruokailla, lietsoa, Stoke, aivohalvauk-, lisätä hiiliä jhk
τροφοδοτώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke
τροφοδοτώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krmit, živit, zásobovat, píce, napájet, palivo, krmivo, jídlo, potrava, vykrmit, stravovat, přivádět, hořlavina, strava, topit, ládovat, Stoke, zdvih, přiložit
τροφοδοτώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paliwo, dożywianie, karmić, tankować, żywić, zasilać, odkarmić, posilać, żerować, odżywiać, bunkier, odchować, opał, pożywić, nakarmić, karma, palić w piecu, buzować, frygnąć, napchać się, Stoke
τροφοδοτώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
díjazott, takarmány, fűt, tüzel, Stoke, ütemű, stroke
τροφοδοτώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakıt, atıştırmak, stoke, stoke on, stoke City, ateşi karıştırmak
τροφοδοτώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
харчування, дача, вигін, нагодувати, харчуйтеся, топити, палити, опалювати, топитиме, топить
τροφοδοτώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ha, ushqej, Stoke, ushqej zjarrin
τροφοδοτώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гориво, поддържам, Стоук, Stoke, инсулт, работя като огняр
τροφοδοτώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гадаваць, есьцi, тапіць, паліць, паліць у
τροφοδοτώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööt, kütus, kütma, varustamine, tankima, kütet lisama, Stoke, puid jhk, Suurendada puid jhk, Lietsoa
τροφοδοτώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gorivo, jelo, goriva, puniti, hraniti, trošak, ogrjev, hrana, unijeti, hrane, žariti, ložiti, Stoke, dodavati gorivo, potaknuti
τροφοδοτώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ala, fóðra, Stoke
τροφοδοτώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuras, šerti, kurstyti, Stoke, kūrenti, Frygnąć, Kurināt
τροφοδοτώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kurināmais, degviela, kurināt, Stoke, uzkost, Stoka
τροφοδοτώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Стоук, Сток, Stoke, на Стоук, похапвам Здраво
τροφοδοτώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combustibil, alimenta, Stoke, la Stoke, anti- stokes, mânca în grabă
τροφοδοτώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
napajat, gorivo, krmit, nakrmit, hraniti, stoke, Loviti, zanetile
τροφοδοτώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kŕmiť, nakŕmiť, palivo, kúriť, vykurovať, topiť, topit
Τυχαίες λέξεις